Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Ετρούσκος  
ουσιαστικό αρσενικό

storia abita`nte ~mf~ dell'Etru`ria, etru`sco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ετρουσκικός έτσε  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---