Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ετοιμότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 pronte`zza ~f~ το ατύχημα απoφεύχθηκε χάρη στην ετοιμότητα του οδηγού == solo grazie alla prontezza del guidatore si è potuto evitare l'incidente | βρίσκομαι σε ετοιμότητα == stare all'erta
2 pronte`zza ~f~ di paro`la

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ετοιμότερος έτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---