Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έτοιμος  
επίθετο

1 pronto είσαι έτοιμος; == sei pronto? | είμαι έτοιμος για όλα == sono pronto a tutto
2 che sta per, che è sul punto di ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα == stava per / era sul punto di piangere
3 pronto, dispo`sto είμαι έτoιμoς να υπoχωρήσω == sono pronto a cedere
4 pronto, prepara`to το βραδινό είναι έτοιμο == la cena è pronta
5 di abbigliamento confeziona`to κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων == negozio di confezioni+++τα θέλει όλα έτοιμα == vuole tutto pronto, vuole la pappa in bocca

ετοιμότατος
επίθετο

superlativo di [έτοιμος]

ετοιμότερος
επίθετο

comparativo di [έτοιμος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ετοιμόρροπος ετοιμότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---