Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόετοιμάζομαι
ρήμα παθητικό 1 prepara`rsi, appresta`rsi, acci`ngersi ετοιμάζεται να αναχωρήσει == si prepara a partire | ετοιμάζεται για τις εξετάσεις == si prepara per gli esami | ετοιμάσου, γιατί πρεέπει να φεύγουμε == preparati, perché dobbiamo partire! 2 stare per, e`ssere sul punto di ετοιμαζόμουν να πάω για υπνο == stavo per andare a letto ετοιμάζω ρήμα μεταβατικό prepara`re ετοιμάζω το πρωινó μου == preparare la colazione | ετοιμάζω τις βαλίτσες μου == fare le valige ητοιμάζω ρήμα μεταβατικό variante di [ετοιμάζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |