Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόετοιμασία
ουσιαστικό θηλυκό 1 preparazio`ne ~f~ 2 ((al plurale)) preparativi οι ετοιμασίες του γάμου == i preparativi per le nozze ητοιμασία ουσιαστικό θηλυκό variante di [ετοιμασία] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |