Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευαγέστατος
επίθετο

superlativo di [ευαγής]

ευαγέστερος
επίθετο

comparativo di [ευαγής]

ευαγής  
επίθετο

((letterario)) puro ευαγές ίδρυμα == opera pia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευαγγελιστής ευάγωγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---