Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευαγγελισθής
ουσιαστικό αρσενικό variante di [ευαγγελιστής] ευαγγελιστής ουσιαστικό αρσενικό 1 ((letterario)) nu`nzio ~m~ di una lie`ta nove`lla 2 religione evangeli`sta ~m~ o ευαγγελιστής Μάρκος == San Marco Evangelista 3 religione membro ~m~ della chie`sa evange`lica, evange`lico ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |