Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευαισθησία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sensibilità ~f~ δεν επέδειξε ουδεμία ευαισθησία == non ha mostrato alcuna sensibilità | πλήγωσες την ευαισθησία του == hai ferito la sua sensibilità
2 meccanica sensibilità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευάερος ευαισθητοποίηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---