Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευαρεστούμαι
ρήμα παθητικό

((ironico)) degna`rsi να δούμε πότε θα ευαρεστηθεί να μας απαντήσει == chiesa quando si degnerà di risponderci

ευαρεστώ  
ρήμα μεταβατικό

((letterario)) compiace`re, far piace`re, e`ssere gradi`to τον ευαρέστησε η επίσκεψή μας == la nostra visita gli è stata gradita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευάρεστος ευάρμοστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---