Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευαρέστηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 aggradime`nto ~m~
2 gradevole`zza ~f~
3 gradime`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευαρέσκεια ευάρεστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---