Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ερχομός [ουσ αρσ ] ερωτοασκόλησις [θηλ.ουσ]
έρωας [ουσ αρσ ] ερωτογενής {ερωτογεν-...
ερωδιός [ουσ αρσ ] ερωτοδοξία [θηλ.ουσ]
ερώμαι [-άσαι, -ά... ερωτοδόπουλο [ουσ ουδ.]
ερωμένη η πληθ. γε... ερωτοδόπουλον [ουσ ουδ.]
ερωμένος ο πληθ. γε... ερωτοδουλειά [θηλ.ουσ]
ερωταγάπη [θηλ.ουσ] ερωτοδουλειές [θηλ. ουσ πληθ.]
ερωταριά [θηλ.ουσ] ερωτοκράτορας [ουσ αρσ ]
έρωτας {ερώτων} ερωτόληπτος [επίθ.]
Έρωτας [κύρ.όν. αρσ.] ερωτόλογα [ουσ ουδ πληθ.]
ερωτευμένος [επίθ.] Ερωτολογία [θηλ.ουσ]
ερωτεύομαι {ερωτεύ-τη... ερωτολογικός [επίθ.]
ερώτημα {ερωτήμ-ατ... ερωτομανής [επίθ.]
ερωτηματικό [ουσ ουδ.] ερωτομανία {χωρ. πληθ...
ερωτηματικός [επίθ.] ερωτοπίττακον [ουσ ουδ.]
ερωτηματολόγιο {ερωτηματο... ερωτόπληκτος [επίθ.]
ερώτηση {-ης κ. -ή... ερωτορκωμοσία [θηλ.ουσ]
ερωτιάρης [επίθ.] ερωτοσχολησία [θηλ.ουσ]
ερωτιδόπουλον [ουσ ουδ.] ερωτοσχόλησις [θηλ.ουσ]
ερωτικός [επίθ.] ερωτοτροπία [θηλ.ουσ]
ερωτικότατος [επίθ.] ερωτοτροπώ {ερωτοτροπ...
ερωτικότερος [επίθ.] ερωτοτροπών [επίθ.]
ερωτικώτατος [επίθ.] ερωτοϋπόληψη [θηλ.ουσ]
ερωτικώτερος [επίθ.] ερωτοχτύπημα [ουσ ουδ.]
ερωτισμός {χωρ. πληθ... ερωτοχτυπημένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: