Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέρωτας
ουσιαστικό αρσενικό 1 amo`re ~m~ πλατωνικός έρωτας == amore platonico | σαρκικός έρωτας == amore carnale | κεραυνοβόλος έρωτας == amore a prima vista, colpo di fulmine | γάμος από έρωτα == matrimonio d'amore 2 amo`re ~m~, congiungime`nto ~m~, atto ~m~ sessua`le κάνω έρωτα με κάποιον == fare l'amore / all'amore con qualcuno 3 amo`re ~m~, ogge`tto ~m~ d'amo`re, passio`ne η όπερα είναι o μεγάλος του έρωτας == l'opera lirica è il suo grande amore 4 ((figurato)) attaccame`nto ~m~, intere`sse ~m~ appassiona`to, passio`ne έχει έρωτα με τη δουλειά του == ha una gran passione per il suo lavoro Έρωτας κύριο όνομα αρσενικό E`ros ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο κεραυνοβόλος έρωτας = colpo [αρσ.] di fulmine Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |