Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερωτιδόπουλον
ουσιαστικό ουδέτερο forma letteraria di [ερωτιδόπουλο ^-ου, το^] ερωτοδόπουλο ουσιαστικό ουδέτερο variante di [ερωτιδόπουλο] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |