Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερωτεύομαι  
ρήμα παθητικό

1 innamora`rsi, invaghi`rsi, incapriccia`rsi την ερωτεύτηκε σφόδρα == si è innamorato pazzamente di lei
2 ((figurato)) innamora`rsi, incapriccia`rsi το ερωτεύτηκα αυτο το νησί == mi sono innamorato di quell'isola

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερωτευμένος ερώτημα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ερωτεύομαι τρελλά = prendersi una cotta per qualcuno


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---