Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερωτηματικό
ουσιαστικό ουδέτερο 1 linguistica punto ~m~ interrogati`vo 2 ((figurato)) l'interrogati`vo ~m~, punto ~m~ interrogati`vo η σιωπή του δημιουργεί πολλά ερωτηματικά == il suo silenzio fa nascere molti interrogativi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |