Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερώτημα
ουσιαστικό ουδέτερο doma`nda ~f~, quesi`to ~m~, questio`ne ~f~, proble`ma ~m~ θέτω ένα ερώτημα == porre una domanda / un quesito | το ερώτημα είναι == la questione / il problema è permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |