Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερωτοτροπώ
ρήμα αμετάβατο 1 amoreggia`re, civetta`re, flirta`re, fare all'amo`re, corteggia`re, fare il filo ερωτοτρoπoύσε με όλους τούς συναδέλφους της == flirtava con tutti i suoi colleghi 2 ((figurato)) accarezza`re ερωτοτροπεί με την ιδέα να θέσει υπoψηφιότητα στις εκλογές == accarezza l'idea di candidarsi alle elezioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |