Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερωτοτροπία  
ουσιαστικό θηλυκό

amoreggiame`nto ~m~, flirt ~m~ /φλέρτ/, corteggiame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερωτοσχόλησις ερωτοτροπώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---