Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέρωας
ουσιαστικό αρσενικό variante di [ήρωας] ήρωας ουσιαστικό αρσενικό ero`e ~m~ ((anche in senso figurato)) έγινε o ήρωας του σχολείου == è diventato l'eroe della scuola | στην τελευταία πράξη της τραγωδίας o ήρωας πεθαίνει == nell'ultimo atto della tragedia l'eroe muore ηρωίδα ουσιαστικό θηλυκό eroi`na ~f~ ((anche in senso figurato)) η ηρωίδα της ταινίας == l'eroina del film ηρώισσα ουσιαστικό θηλυκό eroi`na ~f~ ((anche in senso figurato)) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |