Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόήρεμος
επίθετο calmo, tranqui`llo, sere`no ήρεμη θάλασσα == mare calmo | ήρεμος άνθρωπoς == uomo tranquillo | o ασθενής πέρασε ήρεμη νύχτα == l'infermo ha passato una notte tranquilla ηρεμότατος επίθετο superlativo di [ήρεμος] ηρεμότερος επίθετο comparativo di [ήρεμος] ηρεμώτατος επίθετο superlativo di [ήρεμος] ηρεμώτερος επίθετο comparativo di [ήρεμος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |