Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόηρεμία
ουσιαστικό θηλυκό 1 calma ~f~, quie`te ~f~, tranquillità ~f~ η ηρεμία της θάλασσας == la calma del mare | ηρεμία επικρατεί στη χώρα == nel paese regna la calma 2 (fig) serenità ~f~, pace ~f~, pacate`zza ~f~ βρήκα την ηρεμία μου == ho ritrovato la mia pace permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |