Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επιτρέχω [ρ. μτβ.] επιφανειακός [επίθ.]
επιτροπεία {επιτροπει... επιφανειακότητα [θηλ.ουσ]
επιτροπεύομαι [ρ. παθ.] επιφανέστατος [επίθ.]
επιτροπεύων [επίθ.] επιφανέστερος [επίθ.]
επιτροπή [θηλ.ουσ] επιφανής {επιφαν-ού...
επιτροπικόν {χωρ. πληθ... επιφάνια {Επιφανίων...
επίτροπος {επιτρόπ-ο... επίφαση {-ης κ. -ά...
επιτροχάδην [επίρ.] επιφέρεται πρτ. και α...
επιτυγχάνομαι αόρ. επέτυ... επιφέρω πρτ. και α...
επιτυγχάνω {επέτυχα, ... επίφθονος [επίθ.]
επιτύμβιος [επίθ.] επίφοβος [επίθ.]
επιτύμβιος [ουσ αρσ ] επιφοίτηση {-ης κ. -ή...
επιτυχαίνω (επέτυχα, ... επιφορτίζομαι [ρ. παθ.]
επιτυχαίνω (επέτυχα, ... επιφορτίζω {επιφόρτισ...
επιτυχέστατος [επίθ.] επιφόρτιση [θηλ.ουσ]
επιτυχέστατος [επίθ.] επιφορτισμένος [επίθ.]
επιτυχέστερος [επίθ.] επιφυλακή [θηλ.ουσ]
επιτυχέστερος [επίθ.] επιφυλακτικά [επίρ.]
επιτυχημένος [επίθ.] επιφυλακτικός [επίθ.]
επιτυχής {επιτυχ-ού... επιφυλακτικότητα [θηλ.ουσ]
επιτυχία {επιτυχιών... επιφύλαξη {-ης κ. -ά...
επιτυχώς [επίρ.] επιφυλάσσομαι [ρ. παθ.]
επιφαινόμενο {επιφαινομ... επιφυλάσσω {επιφύλα-ξ...
επιφάνεια {επιφανειώ... επιφυλλίδα [θηλ.ουσ]
επιφανειακά [επίρ.] επίφυση {-ης κ. -ύ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: