Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιφανειακός
επίθετο superficia`le ((anche in senso figurato)) επιφανειακό τραύμα == ferita superficiale | επιφανειακό ενδιαφέρον == un interesse superficiale permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαέχω μια επιφανειακή γνώση = avere un'infarinatura Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |