Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιφάνεια
ουσιαστικό θηλυκό superfi`cie ~f~ ((anche in senso figurato)) η γήινη επιφάνεια == la superficie terrestre | προχωρώ πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων == andare oltre la superficie delle cose | βγαίνω στην επιφάνεια == venire a galla permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαβγαίνω στην επιφάνεια = venire a galla Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |