Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιφέρεται
ρήμα απρόσωπο επιφέρω ρήμα μεταβατικό 1 apporta`re επιφέρω αλλαγές σε ένα κείμενo == apportare delle modifiche ad un testo 2 arreca`re, causa`re, cagiona`re επιφέρω ενόχληση == arrecare disturbo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |