Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιφύλαξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 rise`rva ~f~ διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις γι' αυτό το άτoμo == ho alcune riserve su quella persona 2 diritto rise`rva ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |