Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιφυλακή
ουσιαστικό θηλυκό 1 lo stare ~m~ all'erta είμαι / βρίσκομαι σε επιφυλακή == stare all'erta 2 stato ~m~ di prealla`rme o στρατός βρίσκεται σε επιφυλακή == l'esercito è in stato di preallarme permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαβρίσκομαι σε επιφυλακή = stare all'erta Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |