Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιτροπή
ουσιαστικό θηλυκό commissio`ne ~f~, comita`to ~m~ εξεταστική επιτρoπή == commissione esaminatrice | κoινoβoυλευτική επιτρoπή == commissione parlamentare | κριτική επιτροπή == giuria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |