Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επισημότητα {επισημοτή... επισκόπηση {-ης κ. -ή...
επισήμως [επίρ.] επισκοπικός [επίθ.]
επίσης [επίρ.] επίσκοπος {επισκόπ-ο...
επισιτίζομαι [ρ. παθ.] επισκοπούμαι [ρ. παθ.]
επισιτίζω {επισίτισ-... επισκοπώ {επισκοπεί...
επισιτισμός [ουσ αρσ ] επισκοτίζομαι [ρ. παθ.]
επισιτιστής [ουσ αρσ ] επισκοτίζω {επισκότισ...
επισκεπτήριο {επισκεπτη... επισκότιση [θηλ.ουσ]
επισκέπτης {επισκεπτώ... επισμηναγός [ουσ αρσ ]
επισκέπτομαι {επισκέφτη... επίσπερμο [ουσ ουδ.]
επισκέπτρια {επι-σκεπτ... επισπεύδεται αόρ. επέσπ...
επισκευάζομαι [ρ. παθ.] επισπεύδω {επέσπευσα...
επισκευάζω {επισκεύασ... επίσπευση {-ης κ. -ε...
επισκευάσιμος [επίθ.] επισταλία [θηλ.ουσ]
επισκευασμένος [επίθ.] επιστάμενος θηλ. και ε...
επισκευαστής [ουσ αρσ ] επισταμένως [επίρ.]
επισκευάστρια [θηλ.ουσ] επίσταξη {-ης κ. -ά...
επισκευή [θηλ.ουσ] επιστασία {επιστασιώ...
επίσκεψη {-ης κ. -έ... επιστάτης {επιστατών...
επισκιάζομαι [ρ. παθ.] επιστάτισσα {επι-στατι...
επισκιάζω (επισκί-ασ... επιστατούμαι [ρ. παθ.]
επισκίαση [θηλ.ουσ] επιστάτρια {επιστα-τρ...
επισκληρίδιος [επίθ.] επιστατώ {επιστατεί...
επισκοπεία {χωρ. πληθ... επιστεγάζομαι [ρ. παθ.]
επισκοπή [θηλ.ουσ] επιστεγάζω {επιστέγασ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: