Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επισκέπτομαι  
ρήμα παθητικό

1 visita`re χίλια άτομα επισκέφθηκαν την έκθεση == mille persone hanno visitato la mostra
2 fare (una) vi`sita, anda`re / veni`re a trova`re, visita`re μας επισκέφθηκε μια συγγενής του πατέρα μoυ == ci ha fatto visita / è venuta a trovarci una parente di mio padre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επισκέπτης επισκέπτρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---