Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επισκευάζομαι
ρήμα παθητικό


επισκευάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 ripara`re, aggiusta`re, accomoda`re επισκευάζω αυτοκίνητο == riparare una macchina
2 ανακαινίζω ripristina`re, restaura`re επισκευάζω νεοκλασικό κτίριο == restaurare un edificio neoclassico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επισκέπτρια επισκευάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---