Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επισκέπτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 visitato`re ~m~
2 o`spite ~mf~ ανεπιθύμητoς επισκέπτης == ospite indesiderato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επισκεπτήριο επισκέπτομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---