Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επισκιάζομαι
ρήμα παθητικό

eclissa`rsi

επισκιάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 ombreggia`re, fare / dare ombra ένα πυκνό πλατάνι επισκίαζε την καλύβα == un platano frondoso ombreggiava la capanna
2 ((figurato)) offusca`re, oscura`re, far impallidi`re, eclissa`re η φήμη του γιου επισκίασε τη φήμη του πατέρα == la fama del figlio ha offuscato / oscurato quella del padre | η ταινία του επισκίασε όλες τις άλλες διαγωνιζόμενες == il suo film ha eclissato tutti gli altri in concorso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επίσκεψη επισκίαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---