Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιστασία  
ουσιαστικό θηλυκό

soprintende`nza ~f~, sovrintende`nza ~f~, sorveglia`nza ~f~ του ανέθεσαν την επιστασία των εργασιών του μετρό == gli hanno affidato la soprintendenza dei lavori per la metropolitana

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επίσταξη επιστάτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---