Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιστέγασμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 te`tto ~m~ 2 ((figurato)) coroname`nto ~m~, degna conclusio`ne ~f~ το επιστέγασμα του έρωτά τούς == il coronamento del loro amore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |