Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπισημότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ufficialità ~f~ η επισημότητα εγγράφού == l'ufficialità di un documento 2 solennità ~f~, pompa ~f~ η τελετή διεξήχθη με μεγάλη επισημότητα == la cerimonia si svolse con grande solennità | τον υπoδέχτηκαν με κάθε επισημότητα == lo accolsero con gran pompa ((al plurale)) perso`ne ~fp~ importa`nti, personalità ~fp~ στην τελετή ήταν παρούσες πολλές επισημότητες == alla cerimonia erano presenti molte personalità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |