Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπίσημος
επίθετο 1 ufficia`le επίσημη επίσκεψη == visita ufficiale | επίσημoς αντιπρόσωπoς == rappresentante ufficiale | η είδηση δόθηκε από επίσημη πηγή == la notizia è stata data da fonte ufficiale 2 sole`nne, ufficia`le, da cerimo`nia επίσημη τελετή == cerimonia solenne | επίσημη στολή == alta uniforme | επίσημo ένδυμα == abito da cerimonia επισημότατος επίθετο superlativo di [επίσημος] επισημότερος επίθετο comparativo di [επίσημος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |