Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπισημοποιούμαι
ρήμα παθητικό επισημοποιώ ρήμα μεταβατικό re`ndere ufficia`le, ufficializza`re επισημoπoίησαν την προαγωγή του == hanno ufficializzato la sua promozione | επισημοπoίησαν το δεσμό τους == hanno annunciato ufficialmente il loro fidanzamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |