Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξάγω {παρατ. εξ... εξαερώσιμος [επίθ.]
εξαγωγέας {εξαγωγ-εί... εξαερωτήρας [ουσ αρσ ]
εξαγωγή [θηλ.ουσ] εξαερωτικός [επίθ.]
εξαγωγικός [επίθ.] εξαετής [επίθ.]
εξαγώγιμος [επίθ.] εξαετία [θηλ.ουσ]
εξαγωνικός [επίθ.] εξαθλιωμένος [επίθ.]
εξάγωνο [ουσ ουδ.] εξαθλιώνομαι [ρ. παθ.]
εξάγωνος [επίθ.] εξαθλιώνω {εξαθλίω-σ...
εξάδα [θηλ.ουσ] εξαθλίωση {-ης κ. -ώ...
εξαδάχτυλος [επίθ.] εξαιρεθείς [επίθ.]
εξαδέλφη η πληθ. κα... εξαίρεση {-ης κ. -έ...
εξάδελφος ο πληθ. κα... εξαίρεσις [θηλ.ουσ]
εξαεδρικός [επίθ.] εξαιρετέος [επίθ.]
εξάεδρο [ουσ ουδ.] εξαιρετικά [επίρ.]
εξάεδρος [επίθ.] εξαιρετικός [επίθ.]
εξαερίζομαι [ρ. παθ.] εξαιρετικότητα [θηλ.ουσ]
εξαερίζω {εξαέρισ-α... εξαίρετος [επίθ.]
εξαερισμένος [επίθ.] εξαίρομαι αόρ. εξήρα...
εξαερισμός [ουσ αρσ ] εξαιρούμαι παθ. αόρ. ...
εξαεριστήρας [ουσ αρσ ] εξαιρούμενος [επίθ.]
εξαεριώνομαι [ρ. παθ.] εξαιρουμένου [επίθ.]
εξαεριώνω {εξαέρω-σα... εξαίρω {εξήρα, εξ...
εξαερώνομαι [ρ. παθ.] εξαιρώ {εξαιρείς....
εξαερώνω (εξαέρ-ωσα... εξαιρών [επίθ.]
εξαέρωση {-ης κ. -ώ... εξαίσια [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: