Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαερωτήρας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 nebulizzato`re ~m~
2 vaporizzato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαερώσιμος εξαερωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---