Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαθλιώνομαι
ρήμα παθητικό

1 immiseri`re
2 immiseri`rsi

εξαθλιώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 immiseri`re, impoveri`re o πόλεμoς εξαθλίωσε τη χώρα == la guerra immiserì il paese
2 ((figurato)) corro`mpere, degrada`re, deprava`re η υπερβολική χλιδή είχε εξαθλιώσει τα ήθη των ανώτερων τάξεων == il lusso sfrenato aveva corrotto i costumi delle classi più alte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαθλιωμένος εξαθλίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---