Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαιρούμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εξαιρώ]
2 eccettua`to
3 esclu`so
4 ese`nte
5 scevro
6 tolto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαιρούμαι εξαιρουμένου  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---