Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξακολούθηση  
ουσιαστικό θηλυκό

continuazio`ne ~f~, proseguime`nto ~m~ η εξακoλoύθηση μιας κρίσης == la continuazione / il proseguimento di una crisi | κατ'εξακολούθηση == sistematicamente, ripetutamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαίφνης εξακολουθητικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---