Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξακριβώνομαι
ρήμα παθητικό εξακριβώνω ρήμα μεταβατικό verifica`re, accerta`re, appura`re εξακριβώνω μια είδηση == accertare la veridicità di una notizia | δεν μπόρεσαν να εξακριβώσούν την ταυτότητα του δράστη == non hanno potuto accertare l'identità dell'autore del delitto | εξακριβώνω την ταυτότητα πτώματoς == identificare un cadavere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |