Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξαλείπτω
ρήμα μεταβατικό variante di [εξαλείφω] εξαλείφομαι ρήμα παθητικό εξαλείφω ρήμα μεταβατικό 1 rimuo`vere, cancella`re, elimina`re εξαλείφω κηλίδα == rimuovere una macchia | εξαλείφω τα ίχνη μού == cancellare le proprie tracce 2 esti`nguere, annulla`re εξαλείφω ένα χρέος == estinguere un debito | εξαλείφω υπoθήκη == cancellare un'ipoteca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |