Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαλεισμός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [εξαλειμμός]

εξηλειμμός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [εξαλειμμός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαλείπτω εξαλείφομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---