Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξημμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εξάπτω]
2 un po' tro`ppo acce`so εξημμένη φαντασία == fantasia un po' troppo accesa | τα πνεύματα ήταν εξημμένα κατά τη συζήτηση == durante la discussione gli animi erano un po' troppo accesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξημερώσιμος εξηναγκάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---