Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξηνταβελόνης
ουσιαστικό αρσενικό ((popolare)) spilo`rcio ~m~, tacca`gno ~m~, pito`cco ~m~, ti`rchio ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |