Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξηντάρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εξηντάρης ^-η, ο^]

εξηντάρης  
ουσιαστικό αρσενικό

sessante`nne, che ha sessa`nt'anni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξηνταβελόνης εξηνταριά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---