Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαναγκάζομαι
ρήμα παθητικό


εξαναγκάζω  
ρήμα μεταβατικό

forza`re, costri`ngere, coarta`re με εξανάγκασαν να μιλήσω == mi forzarono / costrinsero a parlare

εξηναγκάζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [εξαναγκάζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαμπλώνω εξαναγκάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---